- Ἄτοσσαν
- Ἄτοσσαfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυνοικώ — έω, Α (ιδίως για γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του από πριν («τὴν... Ἄτοσσαν προσυνοικήσασαν Καμβύσῃ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνοικῶ (< σύνοικος)] … Dictionary of Greek